προτακτικός — used as prefix masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικός — ή, ό / προτακτικός, ή, όν, ΝΑ [προτάσσω] 1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το… … Dictionary of Greek
προτακτικά — προτακτικός used as prefix neut nom/voc/acc pl προτακτικά̱ , προτακτικός used as prefix fem nom/voc/acc dual προτακτικά̱ , προτακτικός used as prefix fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικῶν — προτακτικός used as prefix fem gen pl προτακτικός used as prefix masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικόν — προτακτικός used as prefix masc acc sg προτακτικός used as prefix neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικαί — προτακτικός used as prefix fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικοῖς — προτακτικός used as prefix masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικοί — προτακτικός used as prefix masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικοῦ — προτακτικός used as prefix masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτακτικῇ — προτακτικός used as prefix fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)